- όπισθα
- ὄπισθα (Α)επίρρ. (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄπισθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
ύπαιθα — Α 1. επίρρ. από κάτω και πλαγίως (α. «ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ποταμὸς... ὕπαιθα ῥέων», Ομ. Ιλ.) 2. πρόθ. κάτω από κάποιον ή παραπλεύρως («αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον [αἱ ἀμφίπολοι]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαί, ποιητ. τ. τού ὑπό +… … Dictionary of Greek